Στον φίλο μου τον Καπτάν-Δήμο που είναι στα πέλαγα...

Ο Καπτάν-Δήμος πάνω στη γέφυρα κοίταζε μόνο τους χάρτες, τον μπούσουλα και το βαθύμετρο, καλάριζε και σαλπάριζε τις τράτες (δίχτυα). Έβγαινε στα ρέλια της γέφυρας, και από πάνω, με το μάτι, ζύγιζε τα ψάρια κάτω στην κουβέρτα.
Έκανε μια γρήγορη εκτίμηση για την “πεσκάδα” (για την ψαριά) , και πάλι μπότζι την τράτα στο γιαλό.
-Δεν πήγε καλά ..είπε μέσα του. Βάλε δύο καδένες στό γραντί...φώναξε...
Γύρισε την πλώρη του στον Λεβάντε.
-Μόλα οκτώ…διέταξε από τα μεγάφωνα (οκτώ σημάδια,τετρακόσιες οργιές σύρματα)
Οι ναύτες λασκάρανε τα φρένα στα βίντσια, κι’ έφευγαν τα σύρματα και η τράτα να βρουν πάλι τον πάτο της Θάλασσας
Καλάδες μέρα νύχτα.Δεν μίλαγε με κανέναν, δεν κοιμότανε ποτέ, δεν έτρωγε ποτέ.
Ο ναύτης του ο Βαγγελάκης ανέβαινε στη γέφυρα και έπαιρνε το φαγητό του απείραχτο.
- Καπετάνιε, πάλι το φαγητό σου θα το φάνε οι Μίχοι και οι Γλάροι. Δεν θα αντέξεις.
- Την δουλειά σου εσύ, αν πεινάσω θα σου πω.
Καμιά φορά ο Καπτάν-Δήμος φώναζε τον “Δεύτερο“ πάνω στη γέφυρα, να τον σκαντζάρει για μια ώρα, να ξεκουράσει τη μέση του απ’ το μπότζι, να κλείσει λίγο τα μάτια του.
Μα, έτριζε καμιά “μπαστέκα” (τροχαλία), η χτυπούσε καμιά πόρτα κάτω στο ακομοδέσιο πεταγότανε από τον ύπνο του, και ρωτούσε. Τι έγινε ρε παιδιά, “νταγιαντίσαμε”; (σκάλωσε η τράτα στο βυθό).

Σχόλια